- ἐπιβαίνοντας
- ἐπιβαίνωgo uponpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Θεοδωράκης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναστάσιος. Πλοιοκτήτης, από την Ύδρα. Διέθεσε για τον Αγώνα τα δύο του πλοία καθώς και μεγάλα χρηματικά ποσά. 2. Δημήτριος. Πλοίαρχος, γιος του προηγούμενου. Πήρε μέρος σε πέντε μεγάλες ναυμαχίες και σε διάφορες… … Dictionary of Greek
κατατροχίζω — (Α) (σχόλ.) 1. ανατρέπω, ρίχνω κάτω κάποιον επιβαίνοντας σε άρμα 2. (κατ άλλη ερμ.) σπάζω, συντρίβω με τον τροχό 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατατετροχισμένος, η, ον ο συντριμμένος με τον τροχό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τροχίζω «δένω στον… … Dictionary of Greek